παρῃώρησε

παρῃώρησε
παραιωρέω
hang up beside
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παραιωρώ — έω, Α 1. κρεμώ, αναρτώ κάτι κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («Μαρσύαο... δέρμα παρῃώρησε φυτῷ», Νόνν.) 2. (μέσ. παθ.) παραιωροῡμαι, έομαι α) κρέμομαι, αναρτώμαι κοντά σε κάτι β) (για πρόσ.) βρίσκομαι σε κίνδυνο και προσπαθώ να κρεμαστώ από κάτι για να …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”